αγέμιστος

αγέμιστος
η , ο
1) пустой; незаполненный, незагруженный; 2) незаряженный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγέμιστος" в других словарях:

  • αγέμιστος — και αγιόμιστος και αγέμωτος, η, ο [γεμίζω] 1. αυτός που δεν γέμισε, ο μη γεμάτος, αδειανός 2. αυτός που δεν γέμισε εντελώς, μισογεμάτος 3. (για καρπούς) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη …   Dictionary of Greek

  • αγέμιστος, -η — ο 1. αυτός που δε γέμισε καλά: Είχε αφήσει τη στέρνα αγέμιστη. 2. ο άδειος: Το μεγάλο πιθάρι του λαδιού στεκόταν αγέμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγόμωτος — η, ο [γομώνω] ο δίχως γόμωση, αγέμιστος …   Dictionary of Greek

  • απλήρωτος — η, ο (AM ἀπλήρωτος, ον) [πληρώ] μσν. νεοελλ. 1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή 2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος 3. άφθονος, ατέλειωτος νεοελλ. όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αγόμιστος — αγόμιστος, η, ο και αγιόμωτος, η, ο αγέμιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»